- πολλαπλασίωσις
- πολλαπλᾰσί-ωσις, εως, ἡ,A multiplication, Pl.R.587e, Arist.Pol.1308b5, Metaph.1092b33 (pl.,
-άσεσιν Alex.Aphr.
ad loc.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
-άσεσιν Alex.Aphr.
ad loc.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολλαπλασίωσις — multiplication fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολλαπλασίωσις — ἡ Α [πολλαπλάσιο] ο πολλαπλασιασμός … Dictionary of Greek
πολλαπλασιώσει — πολλαπλασίωσις multiplication fem nom/voc/acc dual (attic epic) πολλαπλασιώσεϊ , πολλαπλασίωσις multiplication fem dat sg (epic) πολλαπλασίωσις multiplication fem dat sg (attic ionic) πολλαπλασιόω multiply aor subj act 3rd sg (epic) πολλαπλασιόω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολλαπλασιώσεσιν — πολλαπλασίωσις multiplication fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολλαπλασίωσιν — πολλαπλασίωσις multiplication fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολλαπλασιώσεων — πολλαπλασιώσεω̆ν , πολλαπλασίωσις multiplication fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)